Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

ΚΥΝΗΓΙ ΛΑΓΟΥ




Οι συνθήκες ιχνηλασίας κατά την έναρξη του κυνηγιού του λαγού, παρουσιάζουν κάποιες ιδιαιτερότητες, τις οποίες αν δε λάβουμε υπ’ όψη μας θα σπαταλήσουμε άδικα τις δυνάμεις των λαγόσκυλων χωρίς να πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. 

«Δροσιά και αέρα θέλει ο λαγός το καλοκαίρι», ήταν κάποια από τα λόγια του πατέρα μου. Λόγια που μου έλεγε πριν τριάντα πέντε χρόνια, όμως αντηχούν στα αυτιά μου με την ίδια χροιά, την ίδια ένταση, το ίδιο νόημα, όπως ακριβώς τα άκουγα, λες και τα άκουσα μόλις πριν λίγα λεπτά. 
Σε όλες τις μορφές λαγότοπων, σε όλα τα σημεία της Ελλάδας, αυτά τα δυο πράγματα αναζητούν οι λαγοί αυτή την εποχή. Με βάση αυτά διαλέγουν τα γιατάκια τους. Κι εμάς μας ενδιαφέρει το «γούστο» τους γιατί εκεί πρέπει να ψάξουμε με τα σκυλιά μας να τους βρούμε. 
Τα δεδομένα (βιολογίας και ιχνηλασίας) του κυνηγιού του λαγού αυτή την εποχή, άλλα μας ευνοούν κι άλλα μας δυσκολεύουν. Όμως τα περισσότερα είναι ευνοϊκά για τους λόγους που θα πούμε παρακάτω. Εξάλλου όλοι οι λαγάδες παραδεχόμαστε ότι τα καλύτερα κυνήγια μας τα κάνουμε στην αρχή και το τέλος της κυνηγετικής περιόδου του λαγού. 

Σεπτέμβρης λοιπόν και το καλοκαίρι καλά κρατεί ακόμα. 
Ο άνεμος, που τον αναζητάμε την εποχή αυτή, δυστυχώς δε μας κάνει το χατίρι και είναι πολύ ασθενικός τις πρωινές ώρες που εμείς τον χρειαζόμαστε. Αντίθετα παρατηρείται ενισχυμένος κατά τις θερμές ώρες τις ημέρας που εμείς, αλλά κυρίως τα σκυλιά μας έχουν ήδη κουραστεί. Μόνο στις κορυφές των βουνών, και μέσα στα φαράγγια δημιουργούνται ενισχυμένα και δροσερά ρεύματα. 
Η ξηρασία και η αυξημένη θερμοκρασία συντελεί στη γρήγορη κούραση, ιδίως αν τα σκυλιά μας δεν έχουν προπονηθεί αρκετά. Όμως πρωί – πρωί οι πρώτες δροσιές – υγρασίες του Φθινοπώρου μετριάζουν τη θερμοκρασία και την ξηρασία και δημιουργούν τις πλέον κατάλληλες συνθήκες ιχνηλασίας από όλες τις εποχές του χρόνου, τουλάχιστον μέχρι τις 9:30 έως 10:00 και φυσικά στα σκιερά μέρη. Στα μέρη που ο ήλιος «βλέπει» μόλις βγει, δυσχεραίνουν οι συνθήκες ιχνηλασίας από πολύ νωρίς το πρωί γιατί εξαφανίζεται η δροσιά και ανεβαίνει η θερμοκρασία. 
Αντίθετα οι συνθήκες καταδίωξης παραμένουν δύσκολες και δε μας δίνουν την πολυτέλεια της απόλαυσης του δεύτερου γυρίσματος του λαγού όπως την περίοδο του Χειμώνα. Η κούραση και τα λαχανιάσματα έρχονται γρήγορα και δεν επιτρέπουν στα σκυλιά πολύωρα κυνήγια. 
Οι κυνηγοί λοιπόν αναγκάζονται να ξεκινήσουν το κυνήγι τους πολύ πρωί, με το χάραμα, για να προλάβουν τις ευνοϊκές πρωινές συνθήκες ιχνηλασίας. 
Οι λαγοί γενικά την εποχή αυτή κινούνται σε μικρή ακτίνα γύρω από το γιατάκι τους για την αναζήτηση της τροφής τους. Οι πρώτες δυνατές βροχές δεν έχουν έρθει ακόμα για να σαπίσουν και να παρασύρουν μαζί τους τα χόρτα ξεπλένοντας τους κυνηγότοπους. Βρίσκουν λοιπόν ποικιλία τροφής γύρω από το γιατάκι τους. Εξαίρεση αποτελούν μόνο οι άγονοι κυνηγότοποι που οι λαγοί αναγκάζονται να κινηθούν μακριά για την τροφή τους και οι αρσενικοί λαγοί που αλητεύουν για την αναζήτηση των τελευταίων ζευγαρωμάτων πριν την νεκρή αναπαραγωγική περίοδο του Χειμώνα. 
Η πυκνότητα των λαγών θεωρητικά και πρακτικά είναι μεγαλύτερη, σε σχέση μ’ αυτήν του τέλους της περιόδου του λαγού. Όχι βέβαια αυτή που θα έπρεπε να είναι, γιατί ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους έχει ήδη αποδεκατιστεί από τους λαθροθήρες των χωματόδρομων. Ένα άλλο ποσοστό θηρεύτηκαν «κατά λάθος» από κάποιους άλλους, που με ιχνηλάτες κυνηγούσαν τα Αυγουστιάτικα τρυγόνια, γιατί το χρώμα τους έμοιαζε λίγο με αυτό των τρυγονιών. 
Οι μικρής διάρκειας νύχτες δεν αρκούν στους λαγούς για να φάνε, να ζευγαρώσουν, να θηλάσουν και να παίξουν. Έτσι το ξημέρωμα και ο ήλιος πολλές φορές, τους βρίσκουν ακόμα στον τόπο της τελευταίας βοσκής, και μέχρι να φτάσουν στο γιατάκι τους μπορεί να πάει 9:00 το πρωί. Ιδίως στα ήσυχα βουνά καθυστερούν περισσότερο. 

Παρά τις δυσκολίες, που εξάλλου δίνουν γεύση και νόημα στο παραδοσιακό κυνήγι, επικρατούν πολύ καλές συνθήκες για τα πρώτα καρποφόρα κυνήγια της περιόδου. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι εμείς πρέπει να βαδίσουμε στην τύχη. Πρέπει να κάνουμε έξυπνες επιλογές. 
Αρχικά, σε όποιο έδαφος και να κυνηγήσουμε, καλό θα είναι να το επισκεφτούμε για πολλούς λόγους πριν την έναρξη. Έτσι θα διαπιστώσουμε την πυκνότητα των λαγών στην περιοχή και γενικά την κατάσταση που επικρατεί στον κυνηγότοπο, γιατί μπορεί στην έναρξη να βρεθούμε προ εκπλήξεων. Επίσης αν πριν λίγες ημέρες κάνουμε ένα – δυο εκπαιδευτικά σε ένα κυνηγότοπο, οι λαγοί, που όπως είπαμε παραπάνω αργούν να γιατακιάσουν, θα αναγκαστούν να αλλάξουν συμπεριφορά και να γιατακιάζουν στο εξής πολύ πρωί. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί αν το πρωί τα σκυλιά πάρουν φρέσκο ντορό λαγού που δεν πρόλαβε ακόμα να γιατακιάσει, αυτός θα κινείται συνεχώς μπροστά από τα σκυλιά κι αυτά θα αργήσουν να τον βάλουν σε τροχιά καταδίωξης, με αποτέλεσμα να καταστραφεί η μέρα μας. 
Επειδή το λαγό θα τον αναζητήσουμε ή στα πολύ χαμηλά, δροσερά, και ντυμένα κυνηγοτόπια ή στα πολύ ψηλά πετρώδη που θα βρούμε ευνοϊκό αεράκι, καλό θα είναι να δούμε τι θα προσέξουμε στην κάθε περίπτωση. 

Στα πυκνά 
Η πλειοψηφία των ιχνηλατών που θα χρησιμοποιήσουμε θα είναι πεδινού τύπου. Θα προσπαθήσουν λοιπόν με τη μύτη κολλημένη στο έδαφος να πάρουν το ντορό από τα σημεία βοσκής και στη συνέχεια να ξεκόψουν το μονοντορό του λαγού που οδηγεί στην περιοχή που γιατακιάζει. Λογικά θα οδηγεί προς το εσωτερικό των κυνηγότοπων. Όσο λοιπόν πιο αχανείς οι κυνηγότοποι τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες ο λαγός να ξεκόβει πολύ προς το εσωτερικό του και να γιατακιάζει πολύ μακριά. Αυτό σημαίνει ότι και το ξεφώλιασμα θα καθυστερήσει και η καταδίωξη θα είναι μεγάλη μέχρι να βγει (αν βγει) ο λαγός στα καρτέρια μας. Εμείς όμως ούτε πολύ ώρα έχουμε στη διάθεσή μας ούτε τα σκυλιά μας είναι καλά προπονημένα. Οι επιλογές μας λοιπόν θα στραφούν σε πιο μαζεμένους κυνηγότοπους που προτιμητέο να έχουν περιμετρικά σημεία βοσκής. Θα κινηθούμε στο όριο μεταξύ του κυνηγότοπου και των σημείων βοσκής γιατί εκεί βρίσκονται οι τελευταίες βοσκές των λαγών που γιατακιάζουν στο πυκνό. Οι λαγοί δηλαδή κινούνται όλη νύχτα στην ευρεία έκταση του ανοιχτού τόπου βοσκής και τα ξημερώματα μετακινούνται για τις τελευταίες μπουκιές κοντά στα όρια του πυκνού. Αμέσως μετά μπαίνουν στο πυκνό και ξεκόβουν με μονοντορό μέχρι να αρχίσουν τα διπλά για να μπουν στο γιατάκι τους. Σε γενικές γραμμές, οδηγούμε τα σκυλιά όσο γίνεται πιο κοντά στο ξέκομα του λαγού από τα σημεία βοσκής προς την περιοχή που γιατακιάζει, κι όχι απλά στις βοσκές όπως κάνουμε προς το τέλος της περιόδου. Είναι πολύ λογικό, πράγμα που αποδεικνύεται και στην πράξη, ότι τα λαγόσκυλα θα πάρουν σχεδόν αμέσως το μονοντορό κι αφού ο κυνηγότοπος θα είναι μικρής έκτασης, και ο λαγός θα ξεφωλιαστεί πολύ γρήγορα, θέλοντας να βγει από τις βοσκές για να μπερδέψει τα ίχνη του, θα βγει αμέσως στα καρτέρια που λογικά θα είναι στο όριο του πυκνού. Ακόμα βέβαια και στην περίπτωση που ο λαγός δεν έχει προλάβει να γιατακιάσει, πάλι κάποια στιγμή θα φανεί σε κάποιο καρτέρι, γιατί συνηθίζει και στην περίπτωση αυτή να κάνει κύκλο και να ξαναμπαίνει στα σημεία της νυχτερινής του βοσκής. 
Αν κάνουμε περπατητό κυνήγι σε χαμηλά σημεία, ρεματιές, ρυάκια, φαράγγια κλπ. αρχικά θα φροντίσουμε να χαράξουμε μια έξυπνη πορεία που να περνά από πολλά σημεία πρόσφορα για γιατάκιασμα και επίσης να κινηθούμε κόντρα στο ασθενικό αεράκι. Αυτό θα βοηθήσει πολύ ιδίως στην ιχνηλασία και το ξέκομα. Οι λαγοί, κυρίως οι νέοι λαγοί, έχουν την τάση να μπροσαλεύουν αυτή την εποχή χωρίς πολλά «παρακάλια». Αφού τα πυκνά σημεία και ρυάκια βρίσκονται σε χαμηλά σημεία, οι λαγοί θα κινηθούν κατά το πλείστον ανηφορικά. Έτσι είναι καλύτερα να κινούμαστε μεσόπλαγα γιατί επί πλέον θα έχουμε καλύτερο οπτικό πεδίο και τα σκυλιά θα ωθούνται στο να ερευνούν περισσότερο χώρο. 
Η βολή κατά την εποχή αυτή, πρέπει να γίνεται στην πρώτη ευκαιρία, γιατί όπως είπαμε ο σκοπός μας είναι να μην κουραστούν τα απροπόνητα σκυλιά στην ολιγόωρη έξοδό μας. 

Στα πετρώδη 
Το κυνήγι εδώ γίνεται κοντά στα σκυλιά. Οι ιχνηλάτες που θα χρησιμοποιήσουμε θα είναι ορεινού τύπου. Πρέπει να μην καταπιάνονται με τα ίχνη βοσκής, αλλά να ιχνηλατούν μόνο τα διπλά ίχνη. Επειδή τα ίχνη χάνονται πολύ γρήγορα, ίσως μάλιστα να μην μπορέσουν να ιχνηλατήσουν καθόλου από νωρίς το πρωί, είναι βασικό να κάνουν ανεμιστό και τυφλό ψάξιμο ερευνώντας το χώρο. Πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι τα σημεία βοσκής του λαγού στα εδάφη αυτά, είναι ταυτόχρονα και σημεία γιατακιάσματος. Η κίνησή μας πρέπει να είναι περισσότερο αργή από αυτή των πυκνών. Πρέπει επίσης να έχει σαρωτική τάση, γιατί ο αριθμός των λαγών εδώ είναι μεν μεγαλύτερος, αλλά πολύ δύσκολοι στο ξεφώλιασμα. Η αργή μας κίνηση δίνει το περιθώριο στα σκυλιά να ερευνήσουν προσεκτικά και με ηρεμία τα δύσκολα σημεία. 
Πάρα πολύ σημαντική είναι η χάραξη της πορείας μας. Είναι λογικό στην πρώτη μας έξοδο να κινηθούμε σε γνωστούς κυνηγότοπους. Θα διαλέξουμε λοιπόν πορεία που αρχικά θα έχει ανατολικό προσανατολισμό περνώντας από κλασικά γιατάκια, και στη συνέχεια αφού βγει ο ήλιος θα γυρίσουμε δυτικά για να συνεχίσουμε στη σκιά. Πάντα η πορεία μας θα είναι κόντρα στον αέρα, που εδώ αναμένεται να είναι αισθητά πιο έντονος από αυτόν των χαμηλών σημείων. 
Εδώ οι λαγοί αργούν να γιατακιάσουν περισσότερο από ότι στα χαμηλά, όμως δε θα αντιμετωπίσουμε πρόβλημα γιατί γιατακιάζουν πολύ κοντά στις βοσκές και αντιλαμβανόμενοι την αργή ανάβασή μας, έχουν όλο το χρονικό περιθώριο να γιατακιάσουν κανονικά. 
Στις κορυφές και τα καπάκια των πέτρινων ψηλών βουνών δημιουργούνται μονίμως ρεύματα. Από τις μεταμεσονύκτιες ώρες μέχρι αργά το πρωί, επικρατούν ασυνήθιστα για την εποχή χαμηλές θερμοκρασίες, που παγώνουν τα βράχια και τις πέτρες. Στους λαγούς αρέσει να γιατακιάζουν εντελώς ξεσκέπαστοι, ακουμπισμένοι στις δροσερές πέτρες. Μόνο κατά το μεσημέρι, κάποιοι από αυτούς αλλάζουν πολλές φορές γιατάκι και μπαίνουν μέσα σε ξετρύπια. Καλό λοιπόν θα είναι να ερευνούμε τα καπάκια αυτά, όσο καθαρά από βλάστηση κι να είναι ώστε να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι δε θα βρούμε λαγούς εκεί. 
Περιττό να πούμε ότι, στα εδάφη αυτά, ο λαγός θα τουφεκιστεί στο ξεφώλιασμα γιατί αμέσως μετά θα γίνει «λαγός» και δεν θα τον ξαναδούμε. 

Τα φυσίγγια που θα χρησιμοποιήσουμε στην έναρξη θα είναι οπωσδήποτε ελαφριές γομώσεις 33 μέχρι 34 γραμμάρια σκάγια νούμερο 4. Αν χρησιμοποιούμε πρώτο φυσίγγι διασποράς, η γόμωσή του πρέπει να είναι από 32 μέχρι 33 γραμμάρια σκάγια, πάλι νούμερο 4. 
Τα φυσίγγια πέρα από 36 γραμμάρια σκάγια είναι πολύ βαριά και ακατάλληλα για την εποχή, τα δε «μάγκνουμ» απολύτως ακατάλληλα, γιατί δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτα περισσότερο από ένα καλό φυσέκι των 34 γραμμαρίων. Το νούμερο των σκαγιών δεν πρέπει να είναι χονδρότερο από το Νο 4, ούτε λεπτότερο από Νο 5. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου